- καρδούλα
- η (Μ καρδούλα)1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς3. φρ. α) «καρδούλα μου»(ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μουβ) «τό λέει η καρδούλα του» — είναι θαρραλέος, τολμηρόςγ) «άπτει η καρδούλα μου» — βρίσκομαι σε ταραχή, σε έξαψηδ) «βαστώ σκληρήν καρδούλα» — είμαι δύσπιστος, επιμένω στην απόφασή μουε) «δροσίζω την καρδούλα κάποιου» ή «δροσίζεται η καρδούλα μου» — ικανοποιώ κάποιον, ικανοποιούμαιστ) «καίω την καρδούλα κάποιου» — στενοχωρώ κάποιον, τόν κάνω να υποφέρειζ) «μαραίνει κάτι την καρδούλα μου» — μέ λυπεί κάτι, μέ στενοχωρεί πολύη) «τρέμει η καρδούλα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ, έχω αγωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιά + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. μεσ-ούλα, μυτ-ούλα)].
Dictionary of Greek. 2013.