καρδούλα

καρδούλα
η (Μ καρδούλα)
1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά
2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς
3. φρ. α) «καρδούλα μου»
(ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου
β) «τό λέει η καρδούλα του» — είναι θαρραλέος, τολμηρός
γ) «άπτει η καρδούλα μου» — βρίσκομαι σε ταραχή, σε έξαψη
δ) «βαστώ σκληρήν καρδούλα» — είμαι δύσπιστος, επιμένω στην απόφασή μου
ε) «δροσίζω την καρδούλα κάποιου» ή «δροσίζεται η καρδούλα μου» — ικανοποιώ κάποιον, ικανοποιούμαι
στ) «καίω την καρδούλα κάποιου» — στενοχωρώ κάποιον, τόν κάνω να υποφέρει
ζ) «μαραίνει κάτι την καρδούλα μου» — μέ λυπεί κάτι, μέ στενοχωρεί πολύ
η) «τρέμει η καρδούλα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ, έχω αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιά + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. μεσ-ούλα, μυτ-ούλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρδούλα — η υποκορ. του καρδιά χρησιμοποιείται ως προσφώνηση συμπάθειας: Τι κάνεις, καρδούλα μου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Os Ton Paradeiso — Ως Τον Παράδεισο Studio album by Keti Garbi Released 1993 Recorded 1993 …   Wikipedia

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

  • Μπαλτά, Γαλάτεια — (Ιωάννινα 1920 –). Φυσιογνώστρια και λογοτέχνης. Σπούδασε γεωπονία και φυσιογνωσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια φυσιογνώστρια στην Ελληνογαλλική Σχολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”